- προβληματικότητα
- η, Νη ιδιότητα τού προβληματικού, η πρόκληση ή η παρουσία προβλημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προβληματικός. Η λ., στον λόγιο τ. προβληματικότης, μαρτυρείται από το 1864 στον Σπ. Ζαμπέλιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek